κατάφευξιν

κατάφευξιν
κατάφευξις
flight for refuge
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατάφευξις — κατάφευξις, ἡ (Α) [καταφέρνω] 1. καταφυγή για ασφάλεια («Ἀθηναῑοι τὴν κατάφευξιν ἐποιοῡντο εἰς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον» οι Ἀθηναῑοι κατέφευγαν στον όρμο τους, Θουκ.) 2. τόπος ασφαλής, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”